οδοχνούς

οδοχνούς
ὁδοχνοῡς (Μ)
οδός, δρόμος γεμάτος σκόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + χνοῦς «σκόνη»]. οδυενδυέα, η
βοτ. δέντρο τών τροπικών χωρών τής Δυτικής Αφρικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”